- συρίσδω
- Α(δωρ. τ.) βλ. συρίζω (Ι).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Συρίσδω — Συρίζω speak like a Syrian pres subj act 1st sg (doric) Συρίζω speak like a Syrian pres ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρίσδω — σῡρίσδω , συρίζω Bis Acc. pres subj act 1st sg (doric) σῡρίσδω , συρίζω Bis Acc. pres ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρίζω — (I) και συρίττω ΝΜΑ, και σουρίζω και σουρώ, άω, Ν, και δωρ. τ. συρίσδω Α [σῡριγξ, σύριγγος] 1. παράγω οξύ ήχο φυσώντας με σφιγμένα τα χείλη ή μέσα σε κατάλληλο όργανο, σφυρίζω 2. (γενικά) εκβάλλω οξύ ήχο (α. «ο άνεμος εσύριζεν εις την οπήν τού… … Dictionary of Greek